καρφαλέος

καρφαλέος
καρφαλέος, -α, -ον (Α)
1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ' ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.
β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» — η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφω + κατάλ. -αλέος (πρβλ. αρπα-λέος, οκν-αλέος). Η λ. χρησιμοποιείται ως άλλος τ. τού επιθ. καρχαλέος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρφαλέος — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέα — καρφαλέος dry neut nom/voc/acc pl καρφαλέᾱ , καρφαλέος dry fem nom/voc/acc dual καρφαλέᾱ , καρφαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέαι — καρφαλέος dry fem nom/voc pl καρφαλέᾱͅ , καρφαλέος dry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέον — καρφαλέος dry masc acc sg καρφαλέος dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέη — καρφαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέην — καρφαλέος dry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέης — καρφαλέος dry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέοι — καρφαλέος dry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέου — καρφαλέος dry masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφαλέους — καρφαλέος dry masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”